- λέμβων
- λέμβοςcock-boatmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ένθεση — η (AM ἔνθεσις) [εντίθημι] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ενθέτω*, παρεμβολή, επένθεση, εισαγωγή νεοελλ. 1. εντοίχιση, ενδόμηση 2. ναυτ. «ένθεση λέμβων» η απόθεση μέσα στο πλοίο τών λέμβων που είναι κρεμασμένες έξω αρχ. 1. το κομμάτι ψωμιού που… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
BRITANNIA — I. BRITANNIA Ducatus Galliae, peramplus et fertilis, vulgo Britaigne, qui nomen iura moresque, imo et incolas a Britannis insulanis accepit. Iulins Scal. in Urbibus: Vicit Aremoricas animosa Britannia gentes, Et dedit impositô nomina prisca iugô … Hofmann J. Lexicon universale
γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… … Dictionary of Greek
κοράκι — Κοινή ονομασία πολλών στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Corvus, το οποίο περιλαμβάνει συνολικά 39 είδη. Πρόκειται για πτηνά με μαύρο φτέρωμα και ισχυρά πόδια και ράμφος. Όλα τα μέλη του γένους έχουν εξαιρετικές πτητικές ικανότητες και μπορούν να… … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
λέβα — [λεβάρω] (προστ. τού λεβάρω) 1. ναυτικό κέλευσμα αντίστοιχο με το επίσημο αίρε 2. φρ. «λέβα μπρος» ή «λέβα πίσω» ναυτικά παραγγέλματα για την έλξη των λέμβων προς την πλώρη ή προς την πρύμνη, με έλξη τού σχοινιού προς τα εμπρός ή προς τα πίσω … Dictionary of Greek
λεμβοδρομία — η αγώνας ταχύτητας λέμβων που κινούνται με πανιά ή κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ειρηναίο Ασώπιο] … Dictionary of Greek
λεμβοστάσιο — το μέρος στεγασμένο σε ναύσταθμο για την αγκυροβόληση τών λέμβων, αλλ. λεμβώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + στάσιο (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. κλιμακο στάσιο, λεβητο στάσιο] … Dictionary of Greek